- ακάμας
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες. Ήταν επίσης ένας από τους ήρωες που μπήκαν στον Δούρειο ίππο.
Έγινε βασιλιάς της Αθήνας μετά τον θάνατο του Μενεσθέα και προς τιμήν του μία από τις φυλές των Αθηνών ονομάστηκε Ακαμαντίς. Ένας ανδριάντας του Α. είχε στηθεί στην αγορά των Αθηνών. Επίσης ανδριάντας του, έργο τουΦειδία, υπήρχε και στους Δελφούς.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Α. πέθανε στην Κύπρο, όπου είχε χτίσει και την πόλη Σόλους. Ένα από τα ακρωτήρια του νησιού πήρε το όνομά του. Επίσης αναφέρεται ότι και στη Φρυγία υπήρχε πόλη που την είχε χτίσει ο Α. και η οποία λεγόταν Ακαμάντιον.
2. Ήρωας των Τρώων, γιος του Αντήνορα και της Θεανούς, αδελφός του Αρχίλοχου, αρχηγός των Δαρδανίων μαζί με αυτόν και με τον Αινεία. Σκοτώθηκε από τον Κρητικό ήρωα Μηριόνη.
3. Γιος του Ευσσώρου, αρχηγός των Θρακών του Ελλήσποντου, που ο Άρης πήρε τη μορφή του για να ενθουσιάσει τους Τρώες, όταν υποχωρούσαν τρομαγμένοι μπροστά στην ορμή του Διομήδη. Σκοτώθηκε από τον Τελαμώνιο Αίαντα, που μπόρεσε να διασπάσει τις γραμμές των Τρώων.
* * *ἀκάμας (-αντος), ο (Α)1. ακούραστος, ακαταπόνητος«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (Ομ. Σ 239)2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διαρκής«ἀκάμαντες πόνοι».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κάμα-ς, -αντος < κάμνωη λ. ἀκάμᾱς χρησιμοποιήθηκε νωρίς, ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», πράγμα που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συνώνυμα (και ομόρριζα) τού ἀκάμας υπήρξαν τα ἀκμής -ῆττος και ἄκμητος καθώς και το σύνθ. ἀκάματος (από το ουσ. κάματος) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. ἀκάμας υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια σειρά από σύνθετα με τη σημ. τού «ακούραστος» (ἀκαμαντολόγχας, ἀκαμαντομάχας, ἀκαμαντόπους, ἀκαμαντοχάρμαςπρβλ. και ἀκαμαντορόας, «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. σχηματισμός -κμητος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας σειράς διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. ἄ-κμητος, πολύ-κμητος, ἀνδρό-κμητος, δουρί-κμητος, πυρί-κμητος)].
Dictionary of Greek. 2013.